- θαυματοποιική
- θαυματοποιικόςjugglingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαυματοποιικός — θαυματοποιικός, ή, όν (Α) [θαυματοποιός] 1. αυτός που ανήκει στη θαυματοποιία ή στη γοητεία 2. το θηλ. ως ουσ. η θαυματοποιική (ενν. τέχνη) η θαυματοποιία … Dictionary of Greek